- σφαγιασμός
- ο1. σφαγή.2. καταστροφή, αφανισμός, εξόντωση: Δεν μπόρεσε να εμποδίσει το σφαγιασμό των εθνικών δικαίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαγιασμός — slaying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιασμός — ο, ΝΜΑ [σφαγιάζω] θυσία νεοελλ. 1. ομαδική σφαγή, μακελειό 2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή … Dictionary of Greek
σφαγιασμοῖς — σφαγιασμός slaying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιασμῶν — σφαγιασμός slaying masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοσφάγισμα — καρδιοσφάγισμα, τὸ (Μ) σφαγιασμός τής καρδιάς, οδύνη … Dictionary of Greek
κυνοκτονία — η (Α κυνοκτονία) [κυνοκτόνος] σφαγιασμός σκύλων … Dictionary of Greek
λειάνισμα — το [λειανίζω] 1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός 2. σφαγιασμός … Dictionary of Greek